Μονάγρι

Το Μονάγρι είναι χωριό της επαρχίας Λεμεσού, στη γεωγραφική περιφέρεια των αμπελοχωριών Λεμεσού-Πάφου, συγκεκριμένα στην περιοχή Κουμανταρίας, και βρίσκεται 22 περίπου χιλιόμετρα βορειοδυτικά της πόλης της Λεμεσού.

Το χωριό είναι κτισμένο σε μέσο υψόμετρο 450 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας και δέχεται μια μέση ετήσια βροχόπτωση γύρω στα 610 χιλιοστόμετρα. Στην περιοχή του καλλιεργούνται τα αμπέλια (οινοποιήσιμες και επιτραπέζιες ποικιλίες) τα εσπεριοδοειδή, οι χαρουπιές, οι αμυγδαλιές, οι ελιές, τα σιτηρά και λίγα νομευτικά φυτά.

Από συγκοινωνιακής απόψεως το χωριό συνδέεται στα βορειοδυτικά με το χωριό Άγιος Γεώργιος Συλίκου (1,5 περίπου χμ) και στα βόρεια με το χωριό Δωρός (1 περίπου χμ) Συνδέεται επίσης στα νοτιοανατολικά με τον υπεραστικό δρόμο Λεμεσού – Πλατρών – Τροόδους.

Το Μονάγρι γνώρισε πολλές πληθυσμιακές αυξομειώσεις. Το 1881 οι κάτοικοι του ήταν 290 που μειώθηκαν στους 269 το 1891 για να αυξηθούν στους 283 το 1911. Μειώθηκαν στους 254 το 1921 αλλά αυξήθηκαν και πάλι στους 362 το 1931.Το 1946 οι κάτοικοι μειώθηκαν στους 354 και στους 282 το 1960. Το 1973 οι κάτοικοι αριθμούσαν τους 240 για να αυξηθούν στους 266 το 1976 και να μειωθούν στους 210 το 1982.

Η ονομασία του χωριού είναι σύνθετη. Σχηματίστηκε από τις λέξεις μονή (μοναστήρι) και αγρίν (μικρός αγρός). Σημαίνει δηλαδή μικρό μοναστηριακό κτήμα. Σε ποίο μοναστήρι ανήκε αρχικά η περιοχή δεν το γνωρίζουμε. Φαίνεται πάντως ότι το χωριό ιδρύθηκε κατά τα Βυζαντινά χρόνια, αρχικά σαν μικρός οικισμός που ήταν μετόχι μοναστηριού, όπως προκύπτει από την ονομασία του.

Στην περιοχή του υπάρχουν δύο μοναστήρια. Το ένα είναι το μοναστήρι της Παναγίας της Αμασγούς και το άλλο το μοναστήρι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Περισσότερες πληροφορίες για τα δύο αυτά μοναστήρια θα βρείτε στις σχετικές σελίδες της ιστοσελίδας μας.

Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας το Μονάγρι ήταν φέουδο. Σημειώνεται δε σε παλιούς χάρτες ως Monag. Δεν γνωρίζουμε σε ποιά μεσαιωνική οικογένει ανήκε, αλλά είναι πιθανό να πρόκειται για το χωριό το οποίο ο Γεώργιος Βουστρώνιος σημειώνει στο Χρονικόν τους ως Μονιάτην. Ο μεσαιωνικός αυτός χρονογράφος αναφέρει ότι ο Μονιάτης και η Κουκά ανήκαν κατά τα μέσα του 15ου αιώνα στον ευγενή

Αλέξανδρο Καππαδόκη. Από αυτόν τα αφαίρεσε ο βασιλιάς της Κύπρου Ιάκωβος Β΄ και τα εκχώρησε σε άλλο ευγενή που ήταν υποστηρικτής του, τον Μπαλιάν Σαλάκχα.

Μερικοί μελετητές όπως ο Καμίλ Ανλάρ και ο Ρ. Ντώκινς, υποστηρίζουν ότι δεν επρόκειτο για τον Μονιάτη αλλά για το Μονάγρι.

Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας οι κάτοικοι του χωριού υπέστησαν διώξεις και εξαναγκάστηκαν να γίνουν κρυπτοχριστιανοί (Λινοβάμβακοι) δηλαδή φανερά Μωαμεθανοί και κρυφά Χριστιανοί. Αργότερα χάρις στις ενέργειες του επισκόπου Κιτίου Μακαρίου, επανήλθαν στον Χριστιανισμό.

Ο G. Jeffery(1918) διατυπώνει την άποψη μετά από παρατηρήσεις του, ότι κατά το παρελθόν το χωριό ήταν ίσως σημαντικό αγροτικό κέντρο.

Ο Ιερώνυμος Περιστιάνης λέγει ότι αφού οι κάτοικοι του χωριού ήταν φανερά Μωαμεθανοί, δεν μπορούσαν να έχουν ελληνικό σχολείο. Για αυτό έστελλαν κρυφά τα παιδιά τους, τα περισσότερα από αυτά είχαν τουρκικά ονόματα, στο γειτονικό μοναστήρι του Αρχαγγέλου, όπου τα δίδασκε αμισθί κάποιος μοναχός Ιλαρίων, ο ενοικιαστής του μοναστηριού.
Αργότερα τα δίδασκε δωρεάν ο πρώην επίσκοπος Κιτίου Μελέτιος Γ΄, ο οποίος παραιτήθηκε το 1864 και εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι του Αρχαγγέλου. Όταν έφυγε ο Μελέτιος, τα παιδιά φοιτούσαν στο σχολείο του γειτονικού χωριού Δωρός όπου τα δίδασκε ο γραματοδιδάδκαλος Φίλιππος Πουλλάκας. Αυτός ήταν γεωργός και δίδασκε τα παιδιά στο ύπαιθρο όπου καλλιεργούσε τα κτήματα του.

Όταν μαθητής ήταν αμελής ή άτακτος, η τιμωρία του ήταν πάντοτε οι ραβδισμοί. Ο μισθός του Πουλλάκα ήταν 10 ως 30 σελίνια τον χρόνο από κάθε μαθητή, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση των γονιών του.

Αρχές της αγγλικής κατοχής η Κυπριακή Αδελφότης Αιγύπτου ίδρυσε αλληλοδιδακτικό σχολείο στο χωριό με πρώτο δάσκαλο κάποιον Σταυράκη.

Σύμφωνα με την τελευταία καταγραφεί του 2011 από την Στατιστική Υπηρεσία Κύπρου οι κάτοικοι έφταναν στους  175 μεταξύ των οποίων και αρκετά νεαρά ζευγάρια που επιστρέφουν και μένουν μόνιμα στο χωριό.