Λάνια

Η Λάνια είναι ένα μικρό, παραδοσιακό χωριό της ημιορεινής περιοχής των κρασοχωριών της επαρχίας Λεμεσού. Βρίσκεται κτισμένη στο 25ο χιλιόμετρο του δρόμου Λεμεσού – Πλατρών, σε υψόμετρο 575 μέτρα. Η Λάνια είναι σήμερα γνωστή σε όλη την Κύπρο, αλλά και στο εξωτερικό, για διάφορα πράγματα: Για την Παναγία της – την Παναγία του Βαλανά, για το δρυ της – που δεν υπάρχει πιά, για τα παραδοσιακά της δρομάκια, για την καθαριότητά της, για την φιλοξενία των κατοίκων της, για τα παραδοσιακά προϊόντα που παράγει ή κατασκευάζει, για την τουριστική ανάπτυξη των τελευταίων χρόνων, αλλά και για το όνομα «Λανίτης» που κυκλοφορεί πολύ στην Κύπρο.

Στο παρόν κείμενο, επιχειρείται ένα οδοιπορικό, μέσα στην Ιστορία της Λάνιας, την παράδοση και τον πολιτισμό της, όπως αυτά διαμορφώθηκαν στους 35 τόσους αιώνες της παρουσίας της, με το ένα ή το άλλο όνομα, με τη μια ή την άλλη μορφή, με τα ίδια ή διαφορετικά χαρακτηριστικά, μέσα στα Κυπριακά δρώμενα.

Το όνομα Λάνια, κατά μια εκδοχή, προέρχεται από το όνομα Λάνα, όνομα της θυγατέρας του Θεού της αρχαίας Ελληνικής μυθολογίας Διόνυσου, Θεού του κρασιού. Μια άλλη παράδοση θέλει τις ρίζες του ονόματος του χωριού να προέρχονται από τα «βαλάνια», καρπό του δέντρου «δρυς» που ευδοκιμεί πολύ στην περιοχή. Από τα «βαλάνια» λοιπόν, ίσως να πήρε το όνομά του τόσο το χωριό, όσο και η τοποθεσία «Βαλανάς» και η ομώνυμη Παναγία. Μια τρίτη εκδοχή, θέλει το όνομα του χωριού να προέρχεται από το πουλί «αετομάχος» που διαφορετικά λέγεται «Λάνιος». Το θηλυκό πουλί του είδους αυτού φέρει το όνομα «Λάνια».

Η δεύτερη εκδοχή υιοθετείται από το Σίμο Μενάρδο. Ο Σίμος Μενάρδος, που ήρθε στην Κύπρο και μελέτησε τα χωριά και τις πόλεις καθώς και τα τοπονύμια της Κύπρου, εξέδωσε σχετικό βιβλίο το 1907. Το κέντρο επιστημονικών ερευνών της Κύπρου δημοσίευσε στη Λευκωσία, το 1970 το βιβλίο του Σίμου Μενάρδου «Τοπωνυμικαί και Λαογραφικαί Μελέται». Στο βιβλίο αυτό ο Σίμος Μενάρδος αναφέρει ότι το όνομα Λάνια οφείλεται στα πάμπολλα βαλάνια που είχε η περιοχή.  Αναφέρει χαραχτηριστικά στη σελ:40. «…..Η Λάνια, αντί τα Βαλάνια. Πράγματι η φιλοπρόοδος αυτή κώμη, φέρει τα πλείστα βαλάνια της επαρχίας Λεμεσού…»

Στο ίδιο βιβλίο αναφέρεται επίσης και κάτι άλλο που πιθανόν να συνδέει το όνομα του χωριού με την πρώτη εκδοχή για την προέλευση του ονόματος. Λέει ότι η Λάνια ήταν «κώμη εξαιρέτως οινοφόρα» και είχε μια περιοχή, που έφερε (και φέρει μέχρι σήμερα) το όνομα Δκιόνυσος (Διόνυσος). Στο βιβλίο δεν αναφέρεται όμως οτιδήποτε άλλο, που να έχει σχέση με την κόρη του Θεού ή που να συνδέει το όνομα του χωριού με τη Λάνα, κόρη του Θεού του κρασιού Διόνυσου.

Ο κ. Άδωνης Κωνσταντινίδης αναφέρει ένα γεγονός, που σχετίζεται με την πιο πάνω εκδοχή, χωρίς όμως να την επιβεβαιώνει. Αναφέρει σχετικά ότι ο πατέρας του, ο οποίος ήταν δάσκαλος, καταγόταν από το χωριό Λόφου και διετέλεσε για χρόνια δάσκαλος στη Λάνια, του μίλησε σχετικά με την περιοχή «Δκιόνυσος». Του είπε χαραχτηριστικά ότι είχε διαβάσει κάπου ότι η περιοχή «Δκιόνυσος», μια περιοχή μεταξύ Λάνιας, Τριμίκλινης και Συλίκους αποτελούσε κατά την αρχαιότητα χώρο λατρείας του Θεού Διόνυσου.

Ο Σίμος Μενάρδος αναφέρει επίσης διάφορα άλλα τοπωνύμια του χωριού τα οποία διατηρούνται μέχρι σήμερα, όπως τα «Ελληνικά», τα «Καταλύμματα», η «Αγυιά», ο «Γουνός», η «Λευκούρα», ο «Μαρμαράς», η «Μαντόναινα» κτλ.

Όταν πριν από χρόνια έγινε  βαθειά καλλιέργεια των κτημάτων του παρεκκλησίου του Αγίου Γεωργίου δίπλα από το παρεκκλήσι, βρέθηκαν διάφορα αρχαία αγγεία, καθώς και μια πέτρα με μια επιγραφή. Χωρίς αυτό να είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο γιατί τα ευρήματα εξαφανίστηκαν χωρίς να εξεταστούν από το αρμόδιο τμήμα, οι περιγραφές οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο οικισμός πρέπει να ήταν της Κυπρογεωμετρικής εποχής, δηλαδή μεταξύ 1050 και 750 π.Χ. Ήταν δηλαδή η περίοδος της πρώτης Ελληνικής παρουσίας στην Κύπρο. Οι Αχαιοί ως γνωστό, αποίκησαν την Κύπρο κατά την ύστερη εποχή του χαλκού μετά το 1400 π.Χ.

Το χωριό πρέπει να κατοικείτο από πιο πρίν, πιθανόν από τις αρχές της ύστερης εποχής του χαλκού, γύρω στο 1600 π.Χ. Την περίοδο αυτή, ήταν σε έξαρση στην περιοχή του Τροόδους η εξόρυξη μεταλλευμάτων του χαλκού, που ήταν σχεδόν επιφανειακά. Μέχρι πρόσφατα επιστεύετο ότι τα μεταλλεύματα του χαλκού μεταφέρονταν πιθανότατα στο αρχαίο λιμάνι της Αμαθούντας από όπου γινόταν εξαγωγή τους στο εξωτερικό για επεξεργασία.

Οι πρόσφατες ανασκαφές στην Άλασσα, έφεραν στο φως ένα τεράστιο συγκρότημα επεξεργασίας χαλκού. Μετά από αυτό οι επιστήμονες διατύπωσαν τη θεωρία ότι τα μεταλλεύματα χαλκού από το Τρόοδος, μεταφέρονταν στην Άλασσα, όπου και γινόταν η επεξεργασία τους.  Είναι επομένως πολύ πιθανό, στη διαδρομή αυτή να δημιουργήθηκαν οικισμοί για να εξυπηρετήσουν τη μεταφορά του χαλκού από το Τρόοδος προς την Άλασσα.

Στην περιοχή της Λάνιας δεν έγινε καμιά ανασκαφική εργασία. Όμως τόσο στην περιοχή του παρεκκλησίου του Αγίου Γεωργίου που αναφέρθηκε πιο πρίν, όσο και σε γειτονικές περιοχές, όπως για παράδειγμα στην περιοχή «Χάσσιενα», «Αγία Μαρίνα», «Καταλύμματα» κτλ, βρέθηκαν κατά καιρούς αγγεία και άλλα αρχαία αντικείμενα. Είναι επομένως πολύ πιθανό η ηλικία της Λάνιας να χρονολογείται στο 15ο αιώνα π.Χ.

Ευρήματα της ίδιας Κυπρογεωμετρικής εποχής,  βρέθηκαν και σε τάφους σε άλλες περιοχές του χωριού. Στην περιοχή «Ελληνικός» ή «Ελληνικά», στην είσοδο του χωριού, βρέθηκαν αρχαίοι Ελληνικοί τάφοι της ύστερης εποχής του χαλκού. Αυτό αναφέρεται από κατοίκους του χωριού και επιβεβαιώνεται στο βιβλίο του Σίμου Μενάρδου «Τοπωνυμικαί και Λαογραφικαί Μελέται». Στο κεφάλαιο «Τοπωνυμικόν της Κύπρου» αναφέρει χαραχτηριστικά στη σελίδα:366. «…Κατα τα συναξάρια δηλαδή οι Έλληνες παρεδίδοντο κατοικούντες μακράν αλλήλων, μέχρι σήμερον δε αρχαίοι τάφοι λαξευτοί ή σπήλαια λέγονται Ελληνικά, ως έξω της Λάνιας ….»  

Κυπρογεωμετρικά ευρήματα βρέθηκαν επίσης σε περιοχή ανατολικά του λόφου του Βαλανά. Αυτό αποδεικνύει ότι κατά την Κυπρογεωμετρική εποχή, η περιοχή της Λάνιας κατοικείτο από σημαντικό αριθμό ανθρώπων, σε διάφορους οικισμούς. Οι διαφορετικές περιοχές πιθανόν να σημαίνουν διαφορετικά διαμετακομιστικά δρομολόγια του χαλκού, ή οικισμούς στα διαμετακομιστικά δρομολόγια και οικισμούς που δεν είχαν σχέση με αυτά.

Οι οικισμοί αυτοί φαίνεται ότι διατηρήθηκαν μέχρι το τέλος της Κυπρογεωμετρικής εποχής, ίσως και αργότερα μέχρι τα πρώτα Χριστιανικά χρόνια. Η παρουσία τόσων πολλών οικισμών σε μια τόσο μικρή γεωγραφική περιοχή, δεν αποδεικνύει απαραίτητα ότι όλοι οι οικισμοί συνυπήρχαν κατά την ίδια χρονική περίοδο. Επειδή πρόκειται για μια μεγάλη χρονική περίοδο 10 τουλάχιστον αιώνων, οι ίδιοι άνθρωποι πιθανόν να αναγκάστηκαν να ξαναχτίσουν νέους οικισμούς σε γειτονική περιοχή σαν αποτέλεσμα καταστροφής του υφιστάμενου από σεισμούς, επιδρομές, αλλαγή των δρομολογίων του χαλκού κτλ.

Κατά τα πρώτα Χριστιανικά χρόνια, κάτοικοι του χωριού πρέπει να ασπάστηκαν από νωρίς τη Χριστιανική Θρησκεία. Μια ένδειξη του γεγονότος αυτού αποτελεί το σπήλαιο στην περιοχή «Αγυιά». Στην περιοχή αυτή (την οποία επίσης αναφέρει ο Σίμος Μενάρδος), μεταξύ Λάνιας, Αγίου Μάμα και Λιμνατιού υπάρχει ένα μεγάλο σπήλαιο, «ο Σπήλιος της Αγυιάς». Το σπήλαιο που πιστεύεται ότι έφτανε μέχρι τη Λεμεσό, χρησιμοποιείτο πριν από μερικά χρόνια σαν καταφύγιο των βοσκών το χειμώνα. Πριν μερικά χρόνια ο κ Νίκος Π. Σύκας, φιλόλογος και εκπαιδευτικός από τη Λάνια καθάρισε την είσοδο και μπήκε μέσα για να το εξερευνήσει. Ανακάλυψε στα τοιχώματα του σπηλαίου, που ηταν καλυμμένα με κονίαμα το σύμβολο «ΙΧΘΥΣ» που ήταν το σύμβολο των πρώτων χριστιανών.

Ο κ. Σύκας μελέτησε το εύρημα και το σπήλαιο καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για κατακόμβη των πρώτων Χριστιανών κατά την περίοδο των διωγμών. Ανέφερε  στο καφενείο του χωριού σχετικά με το εύρημα τις έρευνες και τις σκέψεις του. Όταν μετά από λίγες μέρες  επισκέφθηκε και πάλι το σπήλαιο, ανακάλυψε με μεγάλη απαγοήτευση ότι κάποιος πήγε στο σπήλαιο και αφαίρεσε το τμήμα του επιχρίσματος του σπηλαίου με το σήμα «ΙΧΘΥΣ».

Τον 4ο μ.Χ αιώνα ο Άγιος Επιφάνειος, ο οποίος γεννήθηκε το 310 μ.Χ στο χωριό Βισανδούκι της Παλαιστίνης, ήρθε στην Κύπρο για να επισκεφθεί τον Άγιο Ιλαρίωνα. Έμεινε όμως εδώ και έγινε επίσκοπος Κύπρου. Σε μια από τις περιοδίες του πέρασε από την περιοχή και τη Λάνια. Μια περιοχή του χωριού ονομάζεται Επιφανούδκια και σύμφωνα με κάποια μαρτυρία που προέρχεται από την αειμ. Χατζηστυλιανή, υπήρχε εκεί εκκλησία προς τιμή του Αγίου. Η εκκλησία καταστράφηκε και στη θέση της κτίστηκε το σπίτι που κατοικούσε η εν λόγω χωριανή.

Σε μιά άλλη περιοχή του χωριού που λέγεται ότι πέρασε ο Άγιος, δίπλα από το σπίτι του αειμ. Πογιατζιή, οι κάτοικοι του χωριού, ακόμα και πριν λίγα μόνο χρόνια, έδεναν σε ένα θάμνο μαντηλάκια ή κομμάτια από ύφασμα ζητώντας κάτι από τον Άγιο όπως συνηθίζεται. Ο Άγιος Επιφάνειος, πιθανόν να πήγε και στην περιοχή Βαλανά. Πιθανόν ακόμα το μοναστήρι στην περιοχή να ήταν αφιερωμένο στον ίδιο τον Άγιο Επιφάνιο. Σε όλα σχεδον τα χωριά της περιοχής υπάρχει εκκλησία ή παρεκκλήσι αφιερωμένο στον Άγιο Επιφάνιο.

Μετά την πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και την έλευση της Φραγκοκρατίας, δημιουργήθηκαν στην Κύπρο πάρα πολλά μοναστήρια. Στην περίοδο αυτή της Φραγκοκρατίας, από το 1192 μέχρι το 1489, καθένα από τα μοναστήρια αυτά ήταν και ένα φέουδο με οικονομική και διοικητική αυτονομία. Πολλά από τα μοναστήρια αυτά, τα οποία ήκμασαν κατά την Φραγκοκρατία, ήταν Βυζαντινά μοναστήρια. Τα μοναστήρια-φέουδα, είχαν εκτάσεις γης που καλλιεργούσαν, καθώς επίσης και εργαστήρια, όπως καμίνια, ελαιοτριβεία, αλώνια κτλ.

Στην περιοχή της Λάνιας ήκμασαν την περίοδο αυτή πολλά τέτοια μοναστήρια-φέουδα, μερικά από τα οποία ήταν ο Βαλανάς, η Αγία Μαρίνα, τα Καταλύμματα, η Αμασγού, και ο Αρχάγγελος στο σημερινό Μονάγρι, μερικά στον Άγιο Μάμα κτλ. Όλων  αυτών σώζονται ερείπια ή δείγματα μέχρι σήμερα. Στην καθ’αυτό περιοχή της Λάνιας υπήρχαν τουλάχιστον 3.

Το ένα ήταν ο Βαλανάς, στην περιοχή που σήμερα βρίσκεται το ομώνυμο παρεκκλήσι. Στην περιοχή βρέθηκαν στέρνες, θεμέλια, κίονες, αλώνι, υπολείματα ελαιοτριβείου καθώς και ένα καμίνι για λιώσιμο μετάλλων. Βρέθηκε επίσης η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας του Βαλανά, διάφορες άλλες εικόνες, δύο μεταλλικοί δίσκοι (σανιές) και Ιερά Άμφια.

Το δεύτερο ήταν η Αγία Μαρίνα στην ομώνυμη αμπελόφυτη σήμερα περιοχή νότια του χωριού. Στην περιοχή, συγκεκριμένα μέσα στο αμπέλι του Ιπποκράτη Χριστοφή και της αδελφής του Καλλιστένης (Καλλούς), στα σύνορα με το αμπέλι του κ. Τάκη Καραγιάννη, σώζεται μέχρι σήμερα η εκκλησία του μοναστηριού-φέουδου.

Το τρίτο βρισκόταν  στην περιοχή Καταλύμματα στην οποία υπάρχουν ίχνη του οικισμού που υπήρχε στην περιοχή και των θεμελίων των κτισμάτων.

Κάτι άλλο που βρίσκεται στα γραφόμενα του Σίμου Μενάρδου στο βιβλίο που αναφέρθηκε προηγούμενα (σελ 78) είναι σχετικά με την περιοχή «Βατταλάρις», που βρίσκεται ΒΔ του χωριού. Γράφει σχετικά : «Εις την Λάνιαν υπάρχει τοποθεσία Βατταλαρίς, πιθανώς αντί Σατταλαρίς. Αι τιαύται τοπωνυμίαι πρέπει να συναχθώσιν επιμελώς διότι μηνύουσι φραγκικάς εκκλησίας εν ταις κώμαις»

Την περίοδο της Φραγκοκρατίας και στα χρόνια που ακολούθησαν, στην περιοχή της Λάνιας συνέχισε να υπάρχει ένας οικισμός. Στο χάρτη Abraham Ortelious του 1573,  αναφέρει ο Α. Παυλίδης στη Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, παρουσιάζεται στη θέση του σημερινού χωριού Λάνια, ένας οικισμός με το όνομα «Cagna». Με την ίδια ονομασία παρουσιάζεται επίσης ο οικισμός σε παλαιότερους Φραγκικούς χάρτες. 

Μετά την Φραγκοκρατία, ήρθαν οι Ενετοί, το 1489, οι οποίοι και κράτησαν την Κύπρο μέχρι το 1571, οπόταν το νησί κατελήφθηκε από τους Τούρκους. Στα λίγα χρόνια που ακολούθησαν τα μοναστήρια-φέουδα λεηλατήθηκαν, καταστράφηκαν ή ακόμα και κατεδαφίστηκαν εντελώς. Ελάχιστα από τα μοναστήρια γλύτωσαν την καταστροφή και αυτά ήταν τα μοναστήρια που βρίσκονταν σε απρόσιτες βουνοκορφές. Μαζί με όλα τα άλλα μοναστήρια-φέουδα που καταστράφηκαν ήταν και αυτά της Λάνιας. Οι δύσκολες συνθήκες της εποχής, ελάττωσαν σημαντικά τον πληθυσμό του νησιού που δεν ξεπερνούσε, κατά τον Άντρο Παυλίδη, τις 90.000 ανθρώπους.

Η Λάνια δε γλύτωσε από τη μανία των εισβολέων. Δεν είναι γνωστό ούτε το μέγεθος, ούτε η έκταση της καταστροφής. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι κάποιοι συνοικισμοί του χωριού έφεραν αντίσταση. Αυτό συνάγεται από το εξής: Οι Τούρκοι είχαν φέρει μαζί τους για περιπτώσεις που έπρεπε να πολιορκήσουν εστίες αντιστάσεως, κανόνια τα οποία λειτουργούσαν με πυρίτιδα. Τα κανόνια αυτά έφεραν ειδικά βλήματα από σίδερο ή από κατεργασμένη μαυρόπετρα (πέτρα του ποταμού). Τέτοιες πέτρες-βλήματα, βρέθηκαν τόσο στην περιοχή του Βαλανά όσο και στην περιοχή Επιφανούδκια του χωριού.

Το άλλο γεγονός που επιβεβαιώνει το μέγεθος της καταστροφής είναι και η εγκατάλειψη της Λάνιας από τους κατοίκους της. Οι κάτοικοι της Λάνιας εγκατέλειψαν το χωριό τους και μετακινήθηκαν νοτιοανατολικότερα, στην περιοχή Παλιόλανια που βρίσκεται βορειοανατολικά του φράγματος Κούρρη, κοντά στην περιοχή Βούναρος. Εκεί παρέμειναν για 40-60 τόσα χρόνια. Την περιοχή Παλιόλανια αναφέρει ο Σίμος Μενάρδος στο προαναφερθέν βιβλίο του. Εκεί, όπως αναφέρει,  βρέθηκε κιονίσκος από τον Κωνσταντίνο Χριστοδούλου που είχε ύψος 85cm και άνω διάμετρο 40cm. Ο κιονίσκος φέρει επιγραφή (επιτύμβια) και βρέθηκε στο χωράφι «σκάλες».

Οι συνθήκες βελτιώθηκαν κάπως και μερικοί απόγονοί τους  επέστρεψαν στην περιοχή του Βαλανά, την οποία βρήκαν εντελώς κατεστραμένη. Η μετακίνηση αυτή πρέπει να έγινε στα ύστερα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Οι πρώτοι άνθρωποι που επέστρεψαν ήταν οι ιδιοκτήτες της γης στην περιοχή Βαλανά. Ήταν μια οικογένεια που έφερε το όνομα Παπαφράγκοι. Αν κάποιος μελετήσει προσεκτικά τα κτήματα που υπάρχουν στην περιοχή του Βαλανά και νοτιότερα μέχρι το χωριό και πλείστα από τα χτήματα στην Παλιόλανια, μέχρι τις παρυφές του χωριού Ύψωνας, θα παρατηρήσει ότι αυτά ανήκαν σε κάποιο από τους απογόνους των Παπαφράγκων.

Καλλιέργησαν ξανά τη γη τους και φύτεψαν αμπέλια. Δεν κατοίκησαν όμως την περιοχή του Βαλανά, παρά μόνο ήρθαν νοτιότερα στο χώρο που βρίσκεται σήμερα το χωριό. Έκτισαν την εκκλησία και τα σπίτια γύρω από αυτή στα μέσα του 17ου αιώνα. Το τέμπλο στην εκκλησία φέρει ημερομηνία 1676. Όλα τα σπίτια που βρίσκονται γύρω από την εκκλησία της Λάνιας, ανήκαν στην οικογένεια των Παπαφράγκων.

Το 1780, αναφέρει μια πληροφορία, οι Παπαφράγκοι βρήκαν στην περιοχή Βαλανά, την οποία συνέχιζαν να καλλιεργούν, και μετέφεραν στη νέα εκκλησία τους στο χωριό 13 εικόνες. Εικάζεται ότι οι εικόνες αυτές, είναι οι εικόνες που βρίσκονται σχεδόν πλήρως κατεστραμένες στην εκκλησία και μεταξύ τους, ίσως, η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας του Βαλανά, η οποία όμως διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση.

Η ανεύρεση της εικόνας της Παναγίας του Βαλανά συνοδεύεται από πολλές ιστορίες και μύθους. Λέγεται, αναφέρει ο αιδεσιμότατος Παπακωνσταντίνος Νικολάου, εφημέριος σήμερα στην εκκλησία της Λάνιας ότι η εικόνα της Παναγίας του Βαλανά, βρέθηκε στον ομώνυμο λόφο επί Τουρκοκρατίας. Ένας βοσκός που έβοσκε τα πρόβατά του στην περιοχή χτύπησε τη γκλίτσα του στο έδαφος, οπότε άκουσε ένα διαφορετικό θόρυβο, σα να χτύπησε σε ξύλο. Έσκαψε και βρήκε ένα μπαούλο, μέσα στο οποίο υπήρχε η εικόνα της Παναγίας του Βαλανά και δυό σανιές (μεγάλοι σκαλιστοί μεταλλικοί δίσκοι), που μέσα υπήρχαν Ιερά Άμφια. Η εικόνα είναι αυτή που βρίσκεται στην εκκλησία του χωριού.

Σώζονται επίσης οι δυό σανιές πάνω στις οποίες υπάρχουν επιγραφές στα αρχαία Σλαβικά και στη μια από τις δυό απεικονίζεται ο Αδάμ και η Εύα κάτω από το δέντρο και ο όφις που τους δίνει τον απαγορευμένο καρπό. Η εικόνα, λέει ο αιδεσιμότατος,  χρονολογείται από το 12ο αιώνα, αλλά καμιά μαρτυρία δεν υπάρχει για την ηλικία των σανιών που είναι διαφορετικές μεταξύ τους.

Τα Άμφια δε σώζονται. Αναφέρεται ότι λόγω του ότι αυτά καταστράφηκαν από το χρόνο, η εικόνα που βρισκόταν στο πίσω μέρος τους αφαιρέθηκε και διατηρήθηκε για χρόνια στην εκκλησία. Η εικόνα αυτή, πρέπει να είχε μεγάλη αξία. Ήταν, λέγεται, χρυσοκέντητη και είχε τοποθετημένους πάνω της πολλούς πολύτιμους λίθους. Η εικόνα αυτή, σε αντίθεση με τις συνηθισμένες που απεικονίζουν το Χριστό, ή το Σταυρό, απεικόνιζε τον Άγιο Ιωάννη το Βαπτιστή.

Μαζί με τους Παπαφράγκους, ή λίγο αργότερα, ήρθαν (ή επέστρεψαν) στη σημερινή θέση της Λάνιας άλλες δύο οικογένειες. Η μια ήταν η οικογένεια των Πότσων που εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Αγίας Μαρίνας. Μελετώντας τα χτήματα της περιοχής μπορεί κάποιος εύκολα να παρατηρήσει ότι όλα ανήκαν μέχρι πριν μερικά χρόνια στους απογόνους της οικογένειας των Πότσων. Η οικογένεια αυτή υπάρχει μέχρι σήμερα και μάλιστα διατηρεί το ίδιο επώνυμο. 

Η άλλη οικογένεια ήρθε από την Κεράμη, μια περιοχή κοντά (λίγο πριν) στο Κάτω Αμίαντο. Ο γενάρχης της οικογένειας αυτής ο «Κέραμος» ή «Τζιέραμος» όπως αποκαλείτο, μαζί με την οικογένειά του, εγκαταστάθηκε στην περιοχή «Καταλύμματα» γύρω στα 1820. Η εγκατάσταση του Τζιέραμου αποδεικνύεται από την ιδιοκτησία της γης στις περιοχές αυτές, που μέχρι σήμερα ανήκει στους απογόνους της οικογένειας αυτής. Παρόλο που μέχρι την προηγούμενη γενιά το επώνυμο Τζέραμος διατηρείτο, σήμερα δεν υπάρχει κανένας κάτοικος της Λάνιας που να διατηρεί το επώνυμο αυτό.

Στο βιβλίο τους με τίτλο: «Πελένδρι: Μια Ιστορική και Πολιτιστική Διαδρομή», ο Κλ. Ιωαννίδης και Ν. Β. Κολώνας αναφέρονται στο χωριό «Τζεράμης». Στο βιβλίο αυτό επιβεβαιώνεται η κάθοδος του Τζιέραμου στη Λάνια μετά από καθίζηση που υπέστει το χωριό Κεράμης. Αναφέρει επίσης ότι κατά την κάθοδο του Τζιεράμου στη Λάνια, εικόνες από την εκκλησία του χωριού μεταφέρθηκαν στη Λάνια και βρίσκονται σήμερα στην εκκλησία του χωριού, χωρίς όμως να είναι εξακριβωμένο για ποιες εικόνες πρόκειται.

Ο Τζιέραμος, αναφέρουν κάτοικοι της Λάνιας, ήταν άνθρωπος πολύ εργατικός και πολύ καλός τεχνίτης και  όπως αναφέρεται, ήταν αυτός που έχτισε και τους 17 ληνούς που διέθετε η Λάνια. Η παρουσία τόσο μεγάλου αριθμού ληνών σε ένα σχετικά μικρό χωριό σαν τη Λάνια αποδεινκύει ότι πράγματι ήταν πολύ οινοφόρα η περιοχή.

Σύμφωνα με την τελευταία καταγραφεί του 2011 από την Στατιστική Υπηρεσία Κύπρου οι κάτοικοι έφταναν στους  281 ,μεταξύ των οποίων και ένας μεγάλος   αριθμός ξένων μόνιμων κατοίκων.