Είκοσι πέντε περίπου χιλιόμετρα από την Λεμεσό, βρίσκεται το μικρό αλλά πολύ γραφικό χωριό του Αγίου Γεωργίου που είναι γνωστό ως Άγιος Γεώργιος Συλίκου (από το χωριό που βρίσκεται στα βόρεια) ή ως Άγιος Γεώργιος Κοιλανίου (από το χωριό που έδωσε το όνομα του σε ένα μεγάλο διοικητικό διαμέρισμα). Επίσης είναι γνωστό και σαν Άγιος Γεώργιος Αγκαθιώτης.
Το επώνυμο Αγκαθιώτης το πήρε,σύμφωνα με την παράδοση, κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, όταν όλα σχεδόν τα γειτονικά χωριά είχαν καταπατηθεί από τον Τούρκο κατακτητή, αλλά στο χωριό Άγιος Γεώργιος δεν μπόρεσαν να πατήσουν το πόδι τους. Όταν οι κατακτητές πλησίαζαν το χωριό, αντί να δουν την πλούσια βλάστηση που φαινόταν από το απέναντι χωριό Μονάγρι, αντίκριζαν μια πυκνή βλάστηση από αγκάθια και δεν μπορούσαν να προχωρήσουν με τα μέσα που είχαν την τότε εποχή και επέστρεφαν πίσω άπρακτοι. Για το λόγο αυτό πήρε το επίθετο Αγκαθιώτης, προς τιμή του Αγίου Γεωργίου ο οποίος ήταν και είναι μέχρι σήμερα ο προστάτης Άγιος του χωριού.
Το χωριό είναι κτισμένο στα αριστερά της κοιλάδας του Κούρρη σε ένα υψόμετρο 490 μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και στην περιοχή του καλλιεργούνται τα μαύρα σταφύλια και η σουλτανίνη. Επίσης καλλιεργούνται τα σιτηρά, οι χαρουπιές και οι αμυγδαλιές.
Οι κάτοικοι της κοινότητας το 1946 ήταν 327. Μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου και την αστυφιλία που άρχισε να πλήττει όλα τα χωριά του νησιού οι κάτοικοι του μειώθηκαν το 1981 στους 163 και το 1982 στους 108.
Σύμφωνα με την παράδοση κατά τα χρόνια της Φραγκοκρατίας (1192-1570) στην τοποθεσία που βρίσκεται κτισμένη η εκκλησία της Παναγίας της Συρκάς, υπήρχε βασίλειο των Φράγκων, με αρχόντισσα τη Ζωγράφου την οποία ερωτεύτηκε ο Μέγας Άρχοντας Τσιητσιεκλής από το γειτονικό χωριό Μονάγρι. Στην νότια πλευρά της εκκλησίας υπάρχουν μέχρι σήμερα κατάλοιπα τείχους που πιθανόν να είναι μέρος από τα τείχη που προστάτευαν το πιο πάνω βασίλειο.
Αρχές του 1800, με την ανομβρία που έπληττε την περιοχή της Πάφου, ο Γιωργκής της Μαρούσας, ένας βοσκός από τον Άη Γιώργκη του Πολεμίου της Πάφου, πήρε την γυναίκα του και τα τρία παιδιά του και αφού φόρτωσε στα γαϊδούρια του τα απαραίτητα ρούχα, στρωσίδια και μαγειρικά σκεύη, έβαλε μπροστά το κοπάδι του και ξεκίνησαν για να βρουν ένα καλύτερο μέρος για να μείνουν.
Έφτασε στον ποταμό της Έζουσας , έκαμε σταθμό και λογάριαζε να μείνει εκεί γιατί υπήρχε άφθονο νερό που ήταν αρκετό για ανθρώπους και ζώα. Όμως μετά από κάποιες μικροσυγκρούσεις που είχε με τους ντόπιους κατοίκους που θίγονταν τα συμφέροντα τους με την εγκατάσταση του βοσκού στην περιοχή τους, αναγκάστηκε να ξαναπάρει δρόμο, με την οικογένεια και το κοπάδι του, για να βρει μια άλλη περιοχή. Προχωρώντας έφτασε στον Ξεροπόταμο σταμάτησε και εγκαταστάθηκε εκεί για λίγες μέρες. Οι ντόπιοι όμως τον κυνήγησαν άγρια. Πάλεψε μαζί τους αλλά ήταν δύσκολο να τους νικήση και αναγκάστηκε να μαζέψει ξανά τα υπάρχοντα του και να ξεκινήσει για ανεύρεση νέας γης.
Σαν έφτασε στον Δκιόνισο ποταμό (περιοχή μεταξύ του Αγίου Γεωργίου και της Συλίκου) που είχε πολύ νερό και πολλές ακαλλιέργητες εκτάσεις αποφάσισε ότι ήταν ο καλύτερος τόπος για να εγκατασταθούν. Έμειναν εκεί αλλά και πάλι δέχτηκαν πιέσεις και απειλές από τους ντόπιους αλλά αυτή τη φορά ήταν αποφασισμένος να μείνει μόνιμα εκεί. Έκαμαν όσο καλύτερα μπορούσαν την μάντρα τους και το σπίτι τους λίγα μόνο μέτρα από τον ποταμό σε ένα μέρος που τους πρόσφερε ασφάλεια και κάλυψη.
Στο χρόνο, γύρισε μόνος του στο παλιό τους χωριό το Πολέμι και έπεισε τον κουνιάδο του τον Φεσά να μετακομίσει και αυτός μαζί με το κοπάδι και την οικογένεια του στον νέο τόπο που βρήκε. Έτσι οι οικογένειες έγιναν δύο και μαζί αντιμετώπιζαν πιο εύκολα τις πιέσεις και απειλές.
Ονόμασαν την περιοχή που έμεναν Άγιο Γεώργιο, που ήταν και το χωριό τους στην Πάφο. Όταν τα παιδιά τους έκαναν τις δικές τους οικογένειες τότε έκτισαν την εκκλησία τους Αγίου Γεωργίου. Η εκκλησία αυτή υπάρχει στο κέντρο του χωριού μέχρι σήμερα και φυλάγονται σε αυτή τα λείψανα του Μεγαλομάρτυρα Αγίου Γεωργίου. (Πιο πολλές πληροφορίες για τις εκκλησίες και τα εξωκλήσια του χωριού θα βρείτε στην σχετική σελίδα της ιστοσελίδας μας) Απόγονοι των δύο αυτών οικογενειών ζουν σήμερα στο χωριό.
Οι κάτοικοι της κοινότητας είναι γνωστοί για την πατροπαράδοτη φιλοξενία τους καθώς επίσης και για την παραδοσιακή σπιτίσια κουμανταρία, ζιβανία, σταφίδες και τον σουτζούκο τους.
Σήμερα στην κοινότητα, λόγω του κλίματος και της κοντινής απόστασης από την πόλη της Λεμεσού παρατηρείται μια οικιστική ανάπτυξη κυρίως από ντόπιους αλλά και ξένους.
Σύμφωνα με την τελευταία καταγραφεί του 2011 από την Στατιστική Υπηρεσία Κύπρου οι κάτοικοι έφταναν στους 111 μεταξύ των οποίων αρκετοί ηλικιωμένη και μικρός αριθμός νεαρών ζευγαριών.